
Το ενδιαφέρον μου, για την κοινωνία μας και για τον κόσμο ολόκληρο, όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε συνεχές και αδιάπτωτο και ανάμεσα στα άλλα, αυτό εδώ το μπλογκ, το οποίο είναι συνέχεια του προηγουμένου μπλογκ, είναι ένα δείγμα αυτού του ενδιαφέροντος.
Όπως φαίνεται και ακούγεται, ο πρωθυπουργός, λίγο πριν το τέλος του 2020, ευρίσκεται ενώπιον εισηγήσεων των συνεργατών του (Τάκης Θεοδωρικάκος κλπ), για προσφυγή, στις κάλπες, την ερχόμενη άνοιξη, πιθανώς, τον Μάϊο του 2021. Άφησε τον καιρό να περάσει και δεν προχώρησε, στην πραγματοποίηση βουλευτικών εκλογών, τον περασμένο Σεπτέμβριο, με αποτέλεσμα να χάσει μια σημαντική ευκαιρία, για έναν εκλογικό περίπατο και κυρίως, για την, χωρίς κόστος και με ουσιαστικά εκλογικά κέρδη, εξουδετέρωση του νόμου για το αναλογικό εκλογικό σύστημα, που ψήφισε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, με το οποίο θα πραγματοποιηθούν, αναγκαστικά, οι επόμενες εκλογές.
Προφανώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αντιληφθεί το σφάλμα, που διέπραξε και τώρα το ξανασκέπτεται, όχι επειδή έχει, τώρα, κάποιον σοβαρό αντίπαλο, απέναντί του, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να παραπαίει, ανάμεσα, στο 20% και στο 25%, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι δεν έχει, καν, κεφαλαιοποιήσει το εκλογικό ποσοστό του 31,5%, που πήρε, στις βουλευτικές εκλογές της 7/7/2019, αλλά επειδή φοβάται ότι, μακροπρόθεσμα, καθώς θα κυλάει ο χρόνος της παρούσας τετραετίας, θα βρεθεί, κάπου, μετά το φθινόπωρο του 2021 και τις αρχές του 2022, σε ένα αδιέξοδο, λόγω του κλίματος, που θα έχει δημιουργηθεί, το οποίο είναι πιθανό να μην του επιτρέψει την παράκαμψη του εκλογικού συστήματος, που ψήφισε η απελθούσα βουλή, με την διεξαγωγή διπλών εκλογών, εκ των οποίων οι δεύτερες ο πρωθυπουργός επιθυμεί να γίνουν, με το εκλογικό σύστημα, που πέρασε, στην παρούσα βουλή, η κυβέρνησή του.
Φυσικά, αυτές οι σκέψεις του πρωθυπουργού και του κυβερνητικού επιτελείου δεν γίνονται, στο κενό και δεν είναι κρυφές, αφού, ήδη, στον χώρο της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης έχει αρχίσει και με πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου, αλλά και της Φώφης Γεννηματά, να γίνεται μια παρασκηνιακή συζήτηση για μια ‘‘προοδευτική κυβέρνηση’’, η οποία συζήτηση, προφανώς, λαμβάνει υπόψη της τους εκλογικούς συσχετισμούς, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί και όπως θα προκύψουν, εάν και όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφασίσει την προσφυγή, στις κάλπες. Και φυσικά, η συζήτηση αυτή τροφοδοτείται, από την, εκατέρωθεν, δίψα, για την επάνοδο, στην κυβερνητική εξουσία και την κατάληψη των θέσεων, στον κρατικό μηχανισμό.
Βέβαια, αυτή η συζήτηση, ανάμεσα, στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ δεν πρόκειται να είναι, καθόλου, εύκολη, αφού και αυτοί οι δύο κομματικοί σχηματισμοί αποβλέπουν, στην προσέλκυση εκείνου του μεγάλου τμήματος των ψηφοφόρων, που το 2019 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και τώρα αποστασιοποιούνται, μένοντας μετέωροι.
Σε αυτή την αντιπαράθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται, σε καλύτερη θέση, από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι κιναλίτες θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια να τους προσελκύσουν, αν και δεν είναι, καθόλου σίγουρο ότι ολόκληρο το τμήμα αυτών των ψηφοφόρων θα ψηφίσει ένα από αυτά τα δύο κόμματα.
Όπως φαίνεται, όποτε και αν ο πρωθυπουργός προχωρήσει, εντός του 2021, στην διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να χάσει το άνετο προβάδισμα, που έχει.
Όμως, άλλο είναι να κάνει εκλογές τον Μάϊο, που θα έχει μια απόσταση, από τον ΣΥΡΙΖΑ, πάνω, από 10 μονάδες και άλλο είναι να κάνει εκλογές τον Σεπτέμβριο, ή τον Οκτώβριο, που, στο εκλογικό σώμα, μπορεί να επικρατεί μια τέτοια ρευστότητα, η οποία να μην επιτρέψει την προσφυγή, σε δεύτερες εκλογές και να εγκλωβίσει την Νέα Δημοκρατία, σε μια συγκυβέρνηση, λιγότερο με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και περισσότερο, με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως επιθυμούν το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες (ή και με τους δύο μαζύ).
Αυτό, που έχει σημασία είναι ότι, σε αυτές τις εκλογές, όποτε και αν πραγματοποιηθούν, η Νέα Δημοκρατία είναι απαραίτητο να υποστεί ένα βαρύ πλήγμα, εξ αιτίας της πολύ κακής διακυβέρνησής της, σε όλους, σχεδόν, τους τομείς και κυρίως, λόγω της κακής οικονομικής πολιτικής, που εφαρμόζει, της ωχαδελφιστικής οίησης, του αυθαίρετου ετσιθελισμού του στελεχικού δυναμικού του κόμματος, που έχει καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό και του σκληρού και κωφού, σε άλλες φωνές, κομματικού και υπολειτουργικού κράτους της ουσιαστικής εξωφρενικής ανομίας, που έχει στήσει, παρέα, με πολλούς πρώην πασόκους και παλαιούς σταλινικούς. (Όμως, άλλο είναι το τί πρέπει να γίνει και άλλο είναι το τί μπορεί να γίνει).
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ψηφισθούν κάποια άλλα από τα υπάρχοντα κοινοβουλευτικά κόμματα. Κάθε άλλο.
Και όλα αυτά, ενώ δεν υπάρχει κανένα φως και καμμία ελπίδα, στον ορίζοντα.
Αλλά χρήσιμο είναι το να μην βιαζόμαστε. Ουδείς μπορεί να προβλέψει το επερχόμενο μέλλον.
Υπομονή...
Η κυβέρνηση, προφανώς, θέλοντας να κάνει μια έμπρακτη επίδειξη πολιτικής πυγμής, αποφάσισε να απαγορεύσει την παραδοσιακά, καθιερωμένη πορεία, για την 47η επέτειο της εξέγερσης, κατά της, υπό την διαδικασία ελεγχόμενης, από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τον Σπύρο Μαρκεζίνη, δικτατορίας των συνταγματαρχών, στο Πολυτεχνείο.
Αυτή η έμπρακτη επίδειξη πολιτικής πυγμής, προς τα κόμματα της κομμουνιστικής και της κομμουνιστογενούς αριστεράς, στην πραγματικότητα, είναι αχρείαστη και κυρίως, άστοχη και πιστεύω, αστόχαστη.
Είναι αχρείαστη, διότι η ουσιώδης κυριαρχία της έμπρακτης πολιτικής πυγμής της κυβέρνησης είναι δεδομένη, αναμφισβήτητη και διαρκώς παρούσα, στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, μέσα από τον εκπληκτικό έλεγχο της πειθήνιας καθημερινής συμπεριφοράς του πληθυσμού, στα κυβερνητικά κελεύσματα, για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, λόγω του COVID-2019.
Είναι άστοχη, διότι η συγκέντρωση των πολιτών δεν αποτρέπεται. Μπορεί να διαλυθεί, αλλά, ούτως, ή άλλως, με μεγαλύτερο, ή μικρότερο όγκο, θα πραγματοποιηθεί και φυσικά, η κυβέρνηση, παρά την πολιτική πυγμή, που νομίζει ότι θα επιδείξει, στο τέλος, θα εμφανισθεί, στα μάτια της κοινής γνώμης, ως ηττημένη.
Αλλά, πέραν των παραπάνω, η απόφαση της κυβέρνησης είναι, κυρίως, αστόχαστη.
Και είναι αστόχαστη, διότι, ενώπιον μιας κουρασμένης και οικονομικά, εξουθενωμένης κοινωνίας, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παρουσιάζεται, ως μια κυβέρνηση που επιδεικνύει έναν αλαζονικό αυταρχισμό, ο οποίος, μάλιστα, την αδικεί, διότι την προσομοιάζει, με την κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη, ως μεταχειριζόμενη αστυνομικές πρακτικές εκείνης της ζοφερής περιόδου.
Όμως, το αστόχαστο περιεχόμενο της κυβερνητικής απόφασης, που αφορά την απαγόρευση της πορείας, για την επέτειο της εξέγερσης του Νοεμβρίου του 1973, δεν εξαντλείται, στα προλεγόμενα. Η κυβερνητική απόφαση, η οποία ελήφθη και επειδή οι κυβερνητικοί επιτελείς θεωρούν ότι μπορούσαν να την πάρουν, επειδή η αριστερή αντιπολίτευση είναι πολυδιασπασμένη και χωρίς την ύπαρξη διαύλων επικοινωνίας, μεταξύ των κομμάτων, που την απαρτίζουν, αυτό, που κατάφερε – προφανώς, λόγω και της φραστικής επίθεσης του Κυριάκου Μητσοτάκη, στο κοινοβούλιο, εις βάρος του ΚΚΕ -, είναι να προκύψει ένα, ομολογουμένως, μη αναμενόμενο κοινό κείμενο των κοινοβουλευτικών κομμάτων της αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25), με το οποίο καταδικάζεται η κυβερνητική απόφαση, η οποία αντιμετωπίζεται, ορθότατα, ως επίδειξη αυταρχισμού.
Φυσικά, αυτή η κοινή δήλωση των τριών κομμάτων της κοινοβουλευτικής αριστεράς μπορεί να είναι ένα περιστασιακό γεγονός, αλλά αποδεικνύει ότι έχουν αποκατασταθεί και υπάρχουν, πλέον, δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ τους, κάτι που, έως πρόσφατα, δεν ήταν δεδομένο. Αυτό, τώρα και λόγω της κυβερνητικής απόφασης, φαίνεται να αλλάζει.
Βέβαια, μένει να δούμε το, εάν πρόκειται να έχει συνέχεια. Δεν είναι δεδομένο ότι θα έχει. Και πολύ περισσότερο, δεν σημαίνει ότι θα προχωρήσει, σε κάτι το πιο ουσιαστικό (πχ, σε μελλοντικές κοινές δράσεις). Όμως, από μόνη της αυτή η κοινή δήλωση αναρριπίζει ελπίδες, στο αριστερό ακροατήριο του πληθυσμού της χώρας και μπορεί, υπό προϋποθέσεις, μεσομακροπρόθεσμα, να τις αναπτερώσει και να τις επεκτείνει, σε περισσότερα τμήματα του συνόλου των εξουθενωμένων πολιτών.
Ίδωμεν…
(Η ανακήρυξη κομμάτων, ως εγκληματικών οργανώσεων, από το ΚΚΕ, το 1947, ως την ΧΑ, το 2020).
Η ολοκλήρωση της δίκης της ¨Χρυσής Αυγής¨ και η δικαστική ανακήρυξή της, ως εγκληματικής οργάνωσης, μας δίνει την ευκαιρία να δούμε τα πράγματα, με έναν τρόπο περισσότερο νηφάλιο και ψύχραιμο και αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς, τον προσωπικό υποκειμενισμό και τις πολιτικές σκοπιμότητες. Και αυτό καθιστά την δικαστική απόφαση, βαθύτατα, προβληματική.
Αυτό συμβαίνει διότι, πέραν από τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές και λοιπές επιπτώσεις αυτής της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εξετάσουμε, τις μακροπρόθεσμες προοπτικές και τους δρόμους, που αυτή ανοίγει- προοπτικές και δρόμους, που, αν ανασκαλεύσουμε το απώτερο παρελθόν της ελληνικής πολιτικής ζωής, δεν αποτελούν κάτι το πρωτόγνωρο και πρωτοφανές, αφού η ανακήρυξη πολιτικών κομμάτων, ως εγκληματικών οργανώσεων είναι κάτι, που έχει ξανασυμβεί, με χαρακτηριστική περίπτωση, αυτή του ΚΚΕ, το 1947.
Και αν, το 1947, το μεταπολεμικό κράτος της κολοβομένης δημοκρατίας και της εντόπιας ολιγαρχίας, που προσδιόριζε τον χαρακτήρα του, ως αποικιοκρατούμενο κράτος των αμερικανικών συμφερόντων, σε συγκερασμό, με τα συμφέροντα της εντόπιας κλασικής αστικής τάξης, με την ανακήρυξη του ΚΚΕ, ως εγκληματικής οργάνωσης, διακήρυσσε την βούλησή του να συντρίψει το γραφειοκρατικό εργατιστικό κόμμα των Ελλήνων σταλινικών, στον εμφύλιο πόλεμο, που περισσότερο, από έναν χρόνο, πριν, είχε ξεκινήσει, το σημερινό κράτος της νεοαποικιακής χρεωδουλείας, με την καταδίκη της ¨Χρυσής Αυγής¨ και την ανακήρυξή της, επίσης, ως εγκληματικής οργάνωσης, έρχεται, αφενός μεν να επιβεβαιώσει την πολιτική συντριβή αυτής της νεοναζιστικής οργάνωσης, την οποία η ελληνική χρεωκοπία του 2010 ανέδειξε, το 2012, ως ένα μαζικό κοινοβουλευτικό κόμμα και αφετέρου δε, τον αναμφισβήτητο θρίαμβο του παραδοσιακού αστικού πολιτικού κόσμου και των γραφειοκρατών της κομμουνιστικής και της κομμουνιστογενούς αριστεράς, έτσι όπως αυτός ο θρίαμβος προέκυψε, από τον ¨ιστορικό συμβιβασμό¨ του Ιουλίου – Αυγούστου του 2015 και την, επίσης, ιστορική ήττα της μεγίστης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας και την παγιοποίηση του σύγχρονου νεοαποικιακού καθεστώτος, που επιβλήθηκε, στην χώρα μας.
Αυτές οι μελαγχολικές διαπιστώσεις είναι που έχουν ουσιώδη σημασία, όσον αφορά την δίκη και την ποινική καταδίκη της ¨Χρυσής Αυγής¨. Όχι επειδή η απόφαση, με την οποία το νεοναζιστικό κόμμα ανακηρύχθηκε, ως εγκληματική οργάνωση, δεν είναι ορθή. Η δικαστική απόφαση είναι ορθή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να επισημανθούν οι ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, που προκύπτουν, από την έκδοσή της.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι το όποιο κίνημα, για την ουσιαστική αντιολιγαρχική δημοκρατία, που αχνοφάνηκε, πάνω στις στάκτες, που προέκυψαν, από την ελληνική χρεωκοπία του 2010 και έδωσε, σε έναν βαθμό, το παρόν του, στην διαδήλωση της 7/10/2020, για να υποδεχθεί την δικαστική απόφαση και να ακούσει την καταδίκη της ¨Χρυσής Αυγής¨, δεν πέτυχε τίποτε;
Όχι, συνέβαλε, στην απομυθοποίηση της νεοναζιστικής οργάνωσης, αλλά αυτή του η επιτυχία είναι αποσπασματική και σε έναν βαθμό, αποπροσανατολιστική, διότι αυτή η μερική, αυτή η κολοβή επιτυχία, επισκιάζεται και κρύβει την μεγάλη νίκη - τον θρίαμβο, όπως προανέφερα – του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου της δεξιάς και της αριστεράς (και των μεγάλων τμημάτων της εντόπιας ολιγαρχίας, που αυτός αντιπροσωπεύει), απέναντι, σε αυτό το κοινωνικό κίνημα, στον βαθμό, που αυτή η καταδίκη παρουσιάζεται, θεωρείται και εν πολλοίς, αποτελεί νίκη της ελληνικής παραλλαγής της αστικής δημοκρατίας, στην, εν τοις πράγμασι, σημερινή μορφή της, ως νομιζόμενης δημοκρατίας, η οποία στεγάζει και επικαλύπτει το παρόν νεοαποικιακό καθεστώς της χρεωδουλείας (της σύγχρονης εκδοχής του μεσοπολεμικού καθεστώτος της Βαϊμάρης, μέσα στο οποίο ανδρώθηκε η παλαιά σέκτα των νεοναζιστών της ¨Χρυσής Αυγής¨), που έχει επιβληθεί, στην ελληνική κοινωνία.
Άλλωστε, σε τελική ανάλυση, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα είναι και αυτά, λίγο-πολύ, εγκληματικές οργανώσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν καταδικάσει, για την ιδιότητά τους αυτή.
Αυτή είναι η ουσία της όλης υπόθεσης.
Και αυτή η ουσία είναι, που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον…
(Καθαρά ελληνικό το σκάνδαλο. Από τα 345 εκατομμύρια $ του προστίμου, τα 310 αφορούν την Novartis Hellas).
Τα γνωστά πρόσωπα, που αναφέρει η απόφαση του δικαστηρίου του New Jersey, είναι όσα περιλαμβάνονται, στην αμερικανική δικογραφία, τα έχουν κατονομάσει οι προστατευόμενοι μάρτυρες και είναι οι :
Αντώνης Σαμαράς
Άδωνις Γεωργιάδης
Ανδρέας Λοβέρδος
Δημήτρης Αβραμόπουλος
Μάριος Σαλμάς
Ανδρέας Λυκουρέντζος
Γιάννης Στουρνάρας.
Για να μάθει περισσότερα, για τους υπόλοιπους, το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να ρωτήσει το αμερικανικό δικαστήριο. (Αν και δεν χρειάζεται).